ληθηκέα

ληθηκέα
ληθηκέα, τά (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «εἰς λήθην ἄγοντα φάρμακα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. *ληθηκής < λήθη + -ηκής (< ἄκος [τὸ] «φάρμακο»), πρβλ. αν-ηκής, ευ-ηκής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”